top of page

Ο Μέμος Μακρής ανάμεσα στους κάκτους.

Ντένης Ζαχαρόπουλος

 

Η γλυπτική συχνά έχει να κάνει με το ανάστημα και την θέση του ανθρώπου στον κόσμο, κι ο Μακρής τίμησε και τα δυο ισότιμα σε όλη του τη ζωή. Νεαρός ακόμα, κρατά  δυναμικά στην Κατοχή, στην πρώτη γραμμή της αντιφασιστικής αντίστασης. Στο τέλος του πολέμου, φτάνει στο Παρίσι με το "Ματαρόα" και ξεχωρίζει αμέσως μαζί με τον Κουλεντιανό, δίπλα στο Λωράνς και το Ζιμόν με το ανάστημα του γλυπτικού του έργου. Κατ΄εξοχήν ανθρώπινο, πιο θηλυκό στον Κουλεντιανό πιο αρσενικό στο Μακρή, το ανάστημα αυτό είναι πάντα αγέρωχο και αισθησιακό. Κλείνει μέσα του μαζί με το κενό του χώρου, το πλήρες της χειρονομίας, μαζί με το δράμα της εποχής, το όραμα και την αγάπη της ζωής...

Λόγω της έντονης πολιτικής του δράσης θα απελαθεί μαζί με άλλους πολιτικούς πρόσφυγες που έχουν λάβει μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο το 1950, και θα φτάσει στη Βουδαπέστη, ενώ τη διαμαρτυρία για την απέλαση υπογράφουν προσωπικότητες μεταξύ των οποίων ο Λωράνς, ο Ετιέν Μαρτέν, η Ζερμαίνε Ρισιέ, ο Ζάντκιν. Στη Βουδαπέστη εκφράζει τη θέση όσων οραματίζονται μια ευρωπαϊκή αυτονομία του κινήματος, χωρίς να υποκύψει στις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Κρατώντας πάντα ζωντανό το μάθημα της νεωτερικότητας, γίνεται ηγετική μορφή ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Ουγγαρίας και διαφυλάττει με κύρος,  μαζί με την πολιτική και την καλλιτεχνική ρήξη απέναντι στις δογματικές επιταγές και την εικονογράφηση της εξουσίας.

Η τέχνη του, όπως ίσως και το αρχαιότερο στοιχείο της γλυπτικής, είναι μνημειακή. Η κίνηση είναι η απαρχή κάθε μορφής. Η ρωμαλεότητα της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο εκφράζεται τόσο μέ την καλλιτεχνική χειρονομία όσο και με τη στάση της μορφής της ίδιας. Η ρώμη παραμορφώνει τη φυσική και την πνευματική διάσταση της μορφής συγχρόνως, προσδίδοντας απόσταση στη μια και εγγύτητα στην άλλη. Μετατρέπει έτσι, κάτι χειροπιαστό σε  ορατό και προβάλει κάτι ορατό στο χρόνο, πέρα από την εικόνα.

Η εποχή, παρ’ όλες τις περιπέτειες, θα δώσει στο Μακρή την αναγνώριση και η συμμετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ιστορία, τον αναδεικνύουν σε υποδειγματική μορφή. Έργα του βρίσκονται σε ιδιαίτερα σημαίνουσες θέσεις της ιστορίας, όπως το Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, το Μνημείο της Απελευθερωσης και το Μνημείο για τους Ούγγρους Εθελοντές στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία, στην Ουγγαρία, το μνημείο της Καισαριανής (που κατέστρεψε η Χούντα), το Πολυτεχνείο στην Αθήνα και πολλά ακόμη. Ο Μακρής παραμένει όμως νεωτεριστής. "Δεν τον τρομάζει ούτε η ιδέα της παραγγελίας. Είναι γι αυτόν, και το ξέρει, ένας γόνιμος αγώνας για να μορφοποιηθεί κάτι που υπάρχει. Το έργο του "γεννιέται από τη θέληση να πάρουν μορφή τόσες ευαισθησίες, αιτήματα, ιδέες και ιδεολογίες, ξεσπάσματα, αποτροπιασμοί και αγάπες, που προκαλεί μια εποχή γεμάτη σπαραγμό, οργή και όνειρα" όπως γράφει ο μεγάλος συγγραφέας Ανδρέας Φραγκιάς (1995) για να εντάξει το τελευταίο του έργο, τους "Κάκτους", στη συνολική καλλιτεχνική του σύλληψη.

Δε μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς στους Κάκτους, την πιο εσωτερική, προσωπική σχέση του καλλιτέχνη με μια διάσταση που υπερβαίνει το μνημείο. Οι Κάκτοι συνιστούν την τομή στο χώρο και το χρόνο όπου τέχνη και ζωή σμίγουν. Αυτός ο χώρος όπου "η γλυπτική είναι μια τέχνη δημόσια, περίοπτη, που ασφυκτιά σε κλειστό περίγυρο." (id.) είναι παρόλα αυτά και ένας χώρος εσωτερικός, οικείος, που παραμένει δημόσιος, αλλά όπου οι σχέσεις μπορεί να αναστρέφονται: η εγγύτητα να γίνεται απόσταση και η απόσταση εγγύτητα --κάτι σαν την "αρνητική διαλεκτική" που όπως προτείνει χαρακτηριστικά ο Αντόρνο, "όταν η φιλοσοφία και η πραγματικότητα παύουν να είναι ταυτόσημες, [...] πρέπει να δώσει κανείς λόγο για την εκκρεμή σχέση της προς τη διαλεκτική."

Αυτή η προσπάθεια να δώσει λόγο κανείς για την αποτυχημένη ή έστω προβληματική σχέση της σκέψης ή της τέχνης για το Μακρή, με το να είναι αντάξια του "ετερογενούς αντικειμένου της " (που είναι η πραγματικότητα), πήρε εδώ τη μορφή μιας μοναχικής μορφής που παραμένει δημόσια, υπάρχει στη φύση, είναι πραγματική, και παρόλα αυτά δεν είναι προσβάσιμη, προσεγγίσημη, δε μπορείς να την αγγίξεις. Δεν είναι τυχαίο πως μερικοί από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα έχουν κοιτάξει με ανάλογο τρόπο τους κάκτους – όχι σαν διακοσμητικό μοτίβο, όπως ο Ματίς, αλλά σαν μοναχική, δημόσια μορφή που υπάρχει ως απόλυτη εμμονή της ζωής μέσα στην έρημο και ως αυτοάμυνα ώστε να μην μπορούν να την απομυζήσουν από την σπάνη του νερού που κρύβει μέσα της και της επιτρέπει να ζει.

 Ο κάκτος, είναι παρών στην ιστορία της τέχνης, ως μεταφυσική κι όχι η διακοσμητική διάσταση και μεταθέτει τα όρια κάθε θεματικής ανάγνωσης. Ο Μοράντι θα ζωγραφίσει τον "Κάκτο" το 1917, την εποχή που ψάχνει αυτό που θα βρει στα μπουκαλάκια του: την αταξία της τάξης, την επιβίωση της χειρονομίας πέρα από κάθε διαφοροποίηση μορφής και περιεχομένου, αυτό που σταματά το χρόνο. Πολλοί ζωγραφίζουν κάκτους, μεταξύ των οποίων ο Φερνάν Λεζέ, που τους βλέπει ως σύζευξη του αρσενικού και του θυληκού στην πιο απλή της μορφή, όπου καμπυλότητες και στατικότητα, ζωγραφική και γλυπτική, σμίγουν. Το 1957 μάλιστα θα βγάλει βιβλίο με 11 σχέδια κάκτων και κείμενο του Ανατόλ Γιανκόβσκι, υπογραμμίζοντας πως ο κάκτος είναι η ουσία της επιβίωσης, το φυτό που δεν θέλει να πεθάνει, που κρατά τη ζωή μέσα του παρά την ανυδρία και την έρημο. Το 1930, ο Ντιέγκο Ριβέρα κάνει σειρά από πίνακες όπου ο κάκτος είναι μόνος στη φύση, στη θέση του ανθρώπου στην έρημο. Μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας, ιστορίας και φύσης, ο άνθρωπος ως κάκτος υπάρχει ως ανυπέρβλητη μονάδα ακόμα και στο πλήθος.

Ο Χούλιο Γκονζάλες το 1939, περίοδο σημαδιακή για το τραγικό τέλος του Εμφυλίου στην Ισπανία και την επιβολή του φασισμού τις παραμονές ενός αναμενόμενου παγκοσμίου πολέμου, κάνει το περιβόητο γλυπτό "Ο Ανθρωπος Κάκτος". Ο Γκονζάλες είναι ο γλύπτης της ηρωικής "Μοντσεράτ", το μνημείο του ξεσηκωμού για τη Δημοκρατία και της σχέσης με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μακρής θα απελαθεί από το Παρίσι, μαζί με καλλιτέχνες και διανοούμενους από όλο τον κόσμο που συμμετείχαν στον κύκλο των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία, για την ασυμβίβαστη πολιτική τους δράση.

Κοιτώντας τους Κάκτους του Μέμου Μακρή, ξαναβρίσκω πέρα από ηρωισμούς, νίκες και αποτυχίες, δράματα και απογοητεύσεις, τα μονοπάτια της ιστορίας. Σιγά σιγά, το έργο του αναδύεται στην επιφάνεια όλο και πιο καθαρά. Το φίλτρο του χρόνου αφαιρεί τις ελλείψεις της εποχιακής αντίληψης και αναδεικνύει τις πτυχές της πραγματικής καλλιτεχνικής προσφοράς, την ουσία του καθαυτό γλυπτικού έργου. Εξαιρετικοί ο Κάκτοι, μπαίνουν στην ιστορία του 20ου αιώνα ως σημαδιακά γλυπτά και του δίνουν πίσω, αυτά που πρώτα του έδωσε και στη συνέχεια του πήρε, το Παρίσι. Του τα επιστρέφουν με όλη τη δύναμη των μετακινήσεων και την τελική εγκατάσταση στην Ελλάδα με την πεποίθηση της επιβίωσης ακόμα και στην ερημιά, αλλά και τον πλούτο της βιωμένης ιστορίας που κρατά μέσα του, όπως ο κάκτος το νερό σε άνυδρη γη.

Οι Κάκτοι του δίνουν την άρνηση του ανθρώπου να συμβιβαστεί, να αποδεχτεί τις συνθήκες, να υποκύψει σε καταστάσεις, να δεχτεί να εκπέσει από το ανάστημά του και να αποδεχτεί το θάνατο, να δεχτεί να πεθάνει. Του δίνουν την πιο αντιηρωϊκή και σχεδόν αφηρημένη μορφή αυτού, που δεν αφήνει να τον αγγίξουν και παρόλα αυτά γητεύει το μάτι με τις καμπυλώτητές του, καθηλώνει με τη δύναμη που στέκεται όρθιο μεταξύ ουρανού και γης. Κατ΄εξοχήν ανθρώπινες υπάρξεις, φέρουν μέσα τους τη γνώση: πώς κρατά κανείς τη ζωή μέσα του, πώς το εσωτερικό κενό του γλυπτού είναι η ζωτική του δύναμη, όχι φορμαλιστικά αλλά ουσιαστικά. Το κενό αυτό εμπεριέχει την κίνηση του γλύπτη, όχι ως επιφάνεια αλλά ως μήτρα, μήτρα της χειρονομίας και μήτρα της ζωής, που μένουν ανέγγιχτες κρατώντας μέσα τους την πιο άμεση έκφραση της γενναιοδωρίας που δίνει ζωή.

Με τους Κάκτους ο Μακρής ολοκληρώνει όχι μόνο το έργο του, αλλά τη ζωή του με έναν επίλογο που κλείνει κάθε αφήγηση προβάλλοντας την άρνηση του θανάτου, την αδιαφιλονίκητη αγάπη της ζωής, τη συνείδηση της επιβίωσης εμμονικά και μαχητικά, αλλά και μοναχικά και απόμερα. Κάτω από τον μεσογειακό ήλιο και μπρος στην έρημο, αλλά σίγουρα όχι στη γλάστρα, μέσα στο χώρο και το χρόνο του πραγματικού, εκεί που η φιλοσοφία κι η τέχνη γίνονται επιτέλους ταυτόσημες με τη ζωή, αντάξιες του "ετερογενούς αντικειμένου της", ορθώνεται όχι η αναπαράσταση, αλλά ο πόθος και η θέληση για ζωή.

bottom of page